- λιτῆς
- λιτήprayerfem gen sg (attic epic ionic)λιτόςsimplefem gen sg (attic epic ionic)λῑτῆς , λιτόςsimplefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιτῇς — λιτή prayer fem dat pl (epic) λιτός simple fem dat pl (epic) λῑτῇς , λιτός simple fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… … Dictionary of Greek
δοξαστικός — ή, ό (AM δοξαστικός, ή, όν) μσν. νεοελλ. 1. αυτός με τον οποίο δοξάζει, εξυμνεί κάποιος, υμνητικός 2. το ουδ. ως ουσ. το δοξαστικό(ν) ιδιόμελο, συνήθως, τροπάριο τού όρθρου, τής λιτής και τού εσπερινού, στο οποίο προτάσσεται ο στίχος «δόξα Πατρὶ… … Dictionary of Greek
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
Δαμασκηνός Στουδίτης — (Θεσσαλονίκη αρχές 16ου αι. – 1575;). Συγγραφέας λαϊκών θρησκευτικών αναγνωσμάτων και μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτας (1574; 75;). Οι πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του είναι αμφίβολες και ανεπαρκείς. Είναι γνωστό πάντως ότι υπήρξε μαθητής… … Dictionary of Greek
Μεσιάν, Ολιβιέ — (Eugene Prosper Charles Olivier Messiaen, Αβινιόν 1908 – 1992). Γάλλος συνθέτης. Σπούδασε σύνθεση με τους Μαρσέλ Ντιπρέ και Πολ Ντικά, ενώ πολύ σύντομα επιβλήθηκε ως οργανίστας. Το 1936 ίδρυσε μια μουσική εταιρεία και αναδείχθηκε σε έναν από τους … Dictionary of Greek